πωλοδαμνικός

πωλοδαμνικός
-ή, -όν, ΜΑ [πωλοδάμνης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τού πωλευτή
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πωλοδαμνική
η τέχνη τού πωλευτή, δηλαδή η τέχνη τού να δαμάζει και να εκγυμνάζει κανείς νεαρά άλογα για ιππασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πωλοδαμνική — πωλοδαμνικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλοδαμνικήν — πωλοδαμνικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλοδαμνικῶς — πωλοδαμνικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλοδαμνική — ἡ, Α βλ. πωλοδαμνικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”