- πωλοδαμνικός
- -ή, -όν, ΜΑ [πωλοδάμνης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τού πωλευτή2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πωλοδαμνικήη τέχνη τού πωλευτή, δηλαδή η τέχνη τού να δαμάζει και να εκγυμνάζει κανείς νεαρά άλογα για ιππασία.
Dictionary of Greek. 2013.